Ο πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα είναι ο πιο διαδεδομένος αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού και εφαρμόζεται συχνά σε πολλά είδη. Είναι σχετικά εύκολη και γρήγορη μέθοδος και δίνει φυτά που διατηρούν τους ακριβείς χαρακτήρες του μητρικού φυτού, δηλαδή του φυτού από το οποίο κόπηκε το μόσχευμα. Πρόκειται για ενόφθαλμα τμήματα βλαστών τα οποία υπό ειδικές συνθήκες αναπτύσσουν ριζικό σύστημα και στη συνέχεια αναπτύσσονται ως ανεξάρτητα φυτά.

Τα φυτά, όπως άλλωστε και τα περισσότερα έμβια όντα, αναπτύσσουν εμβρυϊκό ιστό (κάλο) σε σημεία όπου ο ιστός τους έχει τραυματιστεί στην προσπάθεια τους να τον επουλώσουν. Ο ιστός αυτός υπό ειδικές συνθήκες υγρασίας, θερμοκρασίας και φωτός μπορεί να μετατραπεί σε ριζικό σύστημα.           

Τα μοσχεύματα ανάλογα με το χρόνο κοπής τους διακρίνονται σε:

«Μαλακά» ή «φυλλώδη»: Είναι τα μοσχεύματα που κόβουμε κατά την πρώτη περίοδο της βλαστικής ανάπτυξης των φυτών την άνοιξη, όταν οι βλαστοί είναι μαλακοί και πράσινοι από το Μάρτιο έως το Μάιο περίπου.

«Σκληρά» ή «ξυλώδη» : Είναι αυτά που κόβουμε κατά την περίοδο του λήθαργου των φυτών και αφού αυτά έχουν πλήρως ξυλοποιηθεί από τον Οκτώβριο έως το Φεβρουάριο.

«Ημίσκληρα» ή «ημιξυλώδη»: Είναι τα μοσχεύματα που κόβουμε κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου βλάστησης, όταν οι βλαστοί έχουν εν μέρει ξυλοποιηθεί και η ανάπτυξη των φυτών έχει επιβραδυνθεί από τον Ιούνιο έως το Σεπτέμβριο.

Επίσης, ανάλογα με τον τρόπο κοπής τους διακρίνονται σε:

«Απλά», όταν αυτά κόβονται με μία κάθετη τομή από ένα κλαδί, 2-3 χιλιοστά κάτω από κάποιο μάτι.

Με «νύχι», όταν αυτά προέρχονται με σχίσιμο ενός κλαδιού από ένα φέρον κλαδί.

Με «τακούνι», όταν το κλαδί του μοσχεύματος αποσπάται από το φέρον κλαδί με δύο λοξές τομές, έτσι ώστε στη βάση του μοσχεύματος να υπάρχει ένα τμήμα παλαιότερου ξύλου.

Ας δούμε πως πολλαπλασιάζουμε  αυτή την εποχή με «απλά» μοσχεύματα, που είναι πολύ εύκολο:

Επιλέγουμε νεαρά, υγιή φυτά, απαλλαγμένα από παραμορφώσεις και ασθένειες. Από αυτά επιλέγουμε τους δυνατότερους βλαστούς που είναι απαλλαγμένοι από άνθη ή καρπούς.

 Κόβουμε τα μοσχεύματα σε μήκος 10-15 εκατοστά από κλαδιά διαμέτρου 3-5 mm.

Κόβουμε τη κάτω πλευρά του μοσχεύματος 2-3 χιλιοστά κάτω από ένα  «μάτι».

Μετά την κοπή των μοσχευμάτων αφαιρούμε τα φύλλα, όταν αυτά είναι φυλλώδη, από τη βάση των μοσχευμάτων ως τα 2/3 του ύψους τους. Σε μοσχεύματα με μεγάλα φύλλα κόβουμε τα εναπομείναντα φύλλα τους τόσο ώστε τελικά να μειώσουμε δραστικά τη διαπνοή τους.

'Ενα μέτρο είναι να διατηρούμε φύλλωμα του οποίου το μήκος να μην ξεπερνά το 1/3 του μήκους του μοσχεύματος. Είναι βασικό οι τομές των μοσχευμάτων να είναι «καθαρές», με κλαδευτήρια καλά ακονισμένα και απολυμασμένα, ώστε να μην είναι δυνατή η μετάδοση ασθενειών.

Μετά την κοπή των μοσχευμάτων, για να αυξήσουμε τις πιθανότητες ριζοβολίας τους τα τοποθετούμε σε ορμόνη ριζοβολίας.

 Εμβαπτίζουμε τα 2-3 εκατοστά της βάσης των μοσχευμάτων αφού τα βρέξουμε με λίγο νερό, σε ορμόνη ριζοβολίας.

Τοποθετούμε, τέλος, τα μοσχεύματα σε ελαφρύ εδαφικό μείγμα, που συνήθως προετοιμάζουμε αναμειγνύοντας ή χρησιμοποιώντας μεμονωμένα τύρφη, άμμο και περλίτη. Τα πιο πάνω υλικά επιτρέπουν τον καλό αερισμό τους, εδάφους παρά τη συνεχή χρήση νερού.


Τα μοσχεύματα που κόβουμε το φθινόπωρο και το χειμώνα τοποθετούνται σε ελαφρά σκιασμένο ή και φωτεινό μέρος. Ποτίζουμε και ψεκάζουμε με νερό τακτικά τα μοσχεύματα, ώστε να μην αφυδατωθούν και ξεραθούν, χωρίς να το παρακάνουμε.  Το υπερβολικό πότισμα μπορεί να οδηγήσει σε κακό αερισμό των φυτών και στην ανάπτυξη μυκητολογικών ασθενειών. Η περιοδικότητα του ποτίσματος εξαρτάται από την εποχή, τη θερμοκρασία, την έκθεση στο φως κ.λ.π.